Share |

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

Δαμιανός Βασιλειάδης:

«Ο Μαρξ, ο Λένιν, ο Γκράμσι
και η πολιτισμική ηγεμονία της Αριστεράς
»
                                                       Εκδ. ΚΨΜ

Ένα  κείμενο του Λαοκράτη Βάσση, με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου. 

Δευτέρα, 05.12.2011, αίθουσα «Πανηπειρωτικής»

     Κυρίες και Κύριοι,
         Ο φίλος μας ο Δαμιανός, ασίγαστος και ακάματος, μας ξανα-συγκέντρωσε απόψε για να παρουσιάσουμε το θεωρητικό του πόνημα:  Ο Μάρξ, ο Λένιν, ο Γκράμσι και η πολιτισμική ηγεμονία της Αριστεράς.
     Ήδη ο Λουκάς, απ’ τους αυθεντικότερους και εγκυρότερους μελετητές του Γκράμσι στον τόπο μας, μας έβαλε για τα καλά στο θεωρητικό κλίμα του βιβλίου, ανατέμνοντας και φωτίζοντας τον πυρήνα των πιο κρίσιμων προβλημάτων με τα οποία αυτό καταπιάνεται.
     Απ’ τη μεριά μου, καθώς έχω αφήσει πολύ πίσω την έτσι και αλλιώς προβληματική μαρξολογική παιδεία μου, πάντοτε αιρετική, αντί άλλης συμβολής στην παρουσίαση των δύο πρώτων κεφαλαίων του βιβλίου, των θεωρητικών, θα περιοριστώ σε δύο γενικά και σε δύο συγκεκριμένα σχόλια, τα γενικά με αφορμή και τα συγκεκριμένα με βάση, τα κεφάλαια αυτά, για να επακολουθήσει στη συνέχεια η ιδιαίτερη αναφορά μου στο τρίτο κεφάλαιο, που είναι πιο κοντά και σε δικούς μου προβληματισμούς.

Α. Το πρώτο γενικό σχόλιο
     Σχετίζεται με τη «μόδα» των μαρξολογικών σπουδών σε Πανεπιστημιακές κοιτίδες του δυτικού κόσμου.  Προφανώς και δεν είμαι σε θέση να προβώ σε μια συνολική κριτική αποτίμησή τους.  Πάντως, χωρίς να θέλω να απαξιώσω τη σημασία τους, δεν μπορώ να μην επισημάνω, ας μου επιτραπεί, την ελιτίστικη και εν πολλοίς σχολαστικιστική ακαδημαϊκοποίησή τους, που, κατά ένα τρόπο, θυμίζει τα «κείται» και «ου κείται» του Μεσαίωνα. 
Θα ήμουνα από τους τελευταίους που θα υποβάθμιζαν τη σημασία των θεωρητικών εμβαθύνσεων στη σκέψη του Μαρξ και των μεγάλων θεωρητικών του επιστημονικού σοσιαλισμού.  Δεν μπορώ όμως να κρύψω το σκεπτικισμό μου μπροστά στις τάσεις αυτόνομης καλλιέργειας των μαρξιστικών σπουδών, όπως και το φόβο μου μπροστά στα φαινόμενα «θεολογικοποίησής» τους.  Όπως πολλές φορές αναρωτιέμαι για τα αποτελέσματα μεγάλων μαρξιστικών σχολών, όπως, ας πούμε της Ιταλικής. 
Ο Δαμιανός, έχοντας αντίστοιχους  προβληματισμούς, αισθάνεται την ανάγκη να προφυλάξει τις δικές του θεωρητικές αναζητήσεις, αναδεικνύοντας και τονίζοντας τη διαλεκτική τους σχέση με την πολιτική πράξη.  Γιατί, εντέλει, η πολιτική πράξη είναι  και μήτρα και δικαίωση της θεωρίας.
Το δεύτερο γενικό σχόλιο
     Αναφέρεται στον συνήθως αναμηρυκαστικό χαρακτήρα της θεωρητικής σκέψης στον τόπο μας.  Με τη σχέση να είναι απολύτως θεολογική με το ιδεολογικό κέντρο στην ορθόδοξη Αριστερά και με τα υποτιθέμενα υποκείμενα της επαναστατικής αλλαγής να καταντούν ταυτοχρόνως και εκούσια αντικείμενα της Ιστορίας τους.  Αναμηρυκαστική όμως στο βάθος της ήταν και η σχέση της υποτίθεται αντι-δογματικής Αριστεράς με τη δυτική μαρξιστική σκέψη.  Αλλά χωρίς να είναι όμοια ασφυκτικό το κλίμα πρόσδεσής της, ίσως και λόγω του ιδεολογικού πλουραλισμού του δυτικού μαρξισμού. Σε κάθε πάντως περίπτωση-και χωρίς να παραγνωρίζω τις μικρές εστίες «γηγενούς» σκέψης αλλά και κάποια μοναχικά αναστήματα θεωρητικών, όπως ο Παπαϊωάννου, ο Πουλαντζάς ή ο Κονδύλης – είναι πρόβλημα το γιατί το ελληνικό αριστερό κίνημα, απ’ τα πολύ δυναμικά της Ευρώπης, δεν συνοδεύτηκε κι από μια δική του «σχολή» μαρξιστικής σκέψης.
Το πρώτο συγκεκριμένο σχόλιό μου
     Δεν το κάνω, όπως είπα, με αφορμή τις θεωρητικές αναζητήσεις του Δαμιανού, αλλά με βάση αυτές του τις αναζητήσεις.  Τα δύο, λοιπόν, θεωρητικά κεφάλαια του βιβλίου του, που ήταν για μένα και μια καλή ευκαιρία να θυμηθώ τη μαρξιστική μαθητεία μου, είναι μια μικρή μαρξολογική εγκυκλοπαίδεια, όπου βρίσκει κανείς τα πιο σημαντικά, τα  πιο κρίσιμα και τα πιο επίμαχα αποσπάσματα από τα ιδρυτικά αλλά και τα ύστερα κείμενα της μαρξιστικής σκέψης.  Πρόκειται για μια εξαιρετική ερανιστική επιλεκτικότητα, που δείχνει την εντρύφησή του σε όλο το φάσμα της μαρξιστικής γραμματείας.  Κι αυτή η ερανιστική επιλεκτικότητα είναι από μόνη της συνεισφορά στον μελετητή του βιβλίου, που ολοκληρώνεται, κι αυτό είναι το μείζον, με μια σύνθετη κριτική, συγκριτική και συχνά ανατρεπτική σκέψη.  Μια σκέψη συγγενική στα βασικά της με την κριτική μαρξιστική διανόηση.  Όταν, ας πούμε, διάβαζα τις κριτικές στον Μαρξ και στον Λένιν απόψεις του, θυμόμουνα τον αυστριακό Έρνεστ Φίσερ, που τόσο μας είχε βοηθήσει παλιότερα στη σωστή ανάγνωσή τους. 
Δεν διαθέτω θεωρητική «σκευή», για να προβώ σε αξιολογικές κρίσεις.  Μου αρέσει όμως η κριτική του στάση, γιατί πάντοτε με ενοχλούσαν τα μαρξιστικά θέσφατα, που αφ εαυτών αντίκεινται στην μαρξιστική λογική και θεωρία, όσο κι αυτές δεν «κακοποιούν» τον ίδιο τον Μαρξ, που, κατά τη δήλωσή του, δεν ήταν…μαρξιστής.
Το δεύτερο συγκεκριμένο σχόλιό μου
     Αναφέρεται πολύ ιδιαίτερα στα περί πολιτισμικής ηγεμονίας της Αριστεράς, που είναι και η γέφυρα για να περάσω στο δεύτερο μέρος της παρουσίασής μου.  Και μόνο το ότι αναδεικνύει αυτό το θέμα είναι για μένα πολύ σημαντικό.  Πάλι θα αποφύγω τις αξιολογικές κρίσεις, παρόντος και του Λουκά, γιατί τα διαβάσματά μου στον Γκράμσι δεν μου δίνουν αυτή την επάρκεια και άνεση.  Σε κάθε πάντως περίπτωση βρίσκω κι εδώ πολύ χρήσιμη την κριτική στάση του, γιατί, αν μη τι άλλο, βοηθάει στην οικείωση με έννοιες «κλειδιά» της γκραμσιανής σκέψης και προπαντός στη συνειδητοποίηση πως η πολιτισμική ηγεμονία της Αριστεράς είναι απ’ τις προϋποθέσεις εκ των ων ουκ άνευ, αν όχι η θεμελιώδης προϋπόθεση, για την ουσιαστική ηγεμονία της, με την γκραμσιανή προφανώς έννοια, που δεν έχει καμία σχέση με την «καθοδηγητική» αριστερή ηγεμονία της κομμουνιστικής ορθοδοξίας.
     Β’ Περνώ, τώρα, στο δεύτερο μέρος της παρουσίασής μου, που το «χώρεσε», αν δεν το «στρίμωξε», ο Δαμιανός στο θεωρητικό του πόνημα, θέλοντας να «γειώσει» τις θεωρητικές του αναζητήσεις.  Προφανής η αγωνία του, προφανέστατη και καθαρή η στόχευσή του, που έρχεται να συνεισφέρει στην κάλυψη ενός αριστερού, και όχι μόνο, κενού στις χαμένες δεκαετίες της Μεταπολίτευσης.  Ενός κενού πολιτικού και ιδεολογικού, που στο βάθος του είναι το μέγα πολιτιστικό κενό, ηθικό, πνευματικό, αξιακό και ταυτοτικό για την κοινωνία μας.  Ανεξάρτητα από τις όποιες επί μέρους διαφωνίες ή επιφυλάξεις, κυρίως όταν συνδέει τη «γείωση» στην ελληνική περίπτωση με τα πάντοτε ανοιχτά μεγάλα ζητήματα της μαρξιστικής θεωρίας, το ότι θέτει επί τάπητος προβλήματα όπως η πολιτισμική ηγεμονία της Αριστεράς στον τόπο  μας αλλά και η σχέση της με το έθνος και το «εθνικό», ο πατριωτικός της δηλαδή χαρακτήρας, με ευθείες αναφορές στις εθνομηδενιστικές της εκδοχές, είναι από μόνο του ουσιαστική συμβολή στο να βρούμε την περπατησιά μας προς το μέλλον.  Γιατί, αναμφίβολα, αν η Αριστερά δεν πατήσει σωστά και γερά στον τόπο μας, ποτέ δεν θα γίνει η Αριστερά του τόπου μας, αυτή που θα σηκώσει στους ώμους της την αναθεμελιωτική, ανορθωτική και αναγεννητική του διέξοδο σε μετα-τροϊκανό ξέφωτο.  Και σ’ αυτή την κατεύθυνση ο Δαμιανός καταθέτει έναν πλούτο απόψεων και θέσεων, παρ’ ότι με επιθετική συχνά ακαμψία, που είναι πολύτιμες για να πατήσει, όπως προείπα, σωστά και γερά η Αριστερά στον τόπο μας.
     Εκτιμώντας τις απόψεις του και πιο πολύ συμμεριζόμενος τις έντιμες αγωνίες του για το μέλλον του ελληνισμού, που δεν είναι μόνο δικές του αγωνίες, θα ήθελα να τονίσω την ανάγκη της σωστής αντιπαράθεσης με την κυρίαρχη, κυρίως απ’ τα μέσα της Μεταπολίτευσης και εντεύθεν, αποεθνοποιητική «εκσυγχονιστική» διανόηση, την «οργανική» δηλαδή διανόηση του μεταπολιτευτικού αστικού συστήματος, που, υπό μανδύα αντιεθνικιστικό, ευρωπαϊστικό και γενικώς προοδευτικό, είναι η αιχμή του δόρατος της νεοταξικής προπαγάνδας.  Γιατί σ’ αυτή την κατεύθυνση είναι, νομίζω, καλό και αναγκαίο, παρεμβάσεις όπως οι δικές του να έχουν διεμβολιστικό χαρακτήρα, διαπερνώντας διαλεκτικά το μεταπολιτευτικό δίπολο του εθνικισμού και της αποεθνοποίησης.  Καθώς, επί της ουσίας, είναι απόψεις που διεμβολίζουν διαλεκτικά αυτό το παγιδευτικό δίπολο και όλα τα συμπαρομαρτούντα του. 
     Οι πονηροί του εθνικισμού κρύβονται πίσω απ’ τον πατριωτισμό, τις εκφάνσεις και τις αναγωγές του, ενώ οι πιο πονηροί της εθνομηδενιστικής αποεθνοποίησης κρύβονται, περίτεχνα αυτοί, πίσω απ’ τον αντιεθνικισμό, τον ευρωπαϊσμό, τον εκσυγχρονισμό και την προοδευτικότητα, που τους επιτρέπει να το παίζουν και σύγχρονοι, τάχατες, Αριστεροί.  Η καλύτερη αντιπαράθεση μ’ αυτούς είναι η ποιοτική αντιπαράθεση, όχι η καταγγελτική, αυτή που τρυπάει όλες τις παραλλαγές του «μανδύα» τους και τους αποκαλύπτει ως φορείς της νεοταξικής ιδεολογίας και προπαντός ως τη μία όψη του νομίσματος στο δίπολο εθνικισμού και αποεθνοποίησης, κάτι που σφόδρα τους ενοχλεί. 
     Κι υπάρχει απ’ τη μεριά μας τεράστιο κενό, πνευματικό, ιστορικό, πολιτιστικό, πολιτικό και ιδεολογικό, που τους έχει αφήσει μεγάλα περιθώρια να αλωνίζουν και να επηρεάζουν πολλά απονήρευτα και καλόπιστα παιδιά των νεότερων γενεών, πέραν του ότι ασκούν και ιδεολογική τρομοκρατία ως η αντεστραμμένη «εθνικοφροσύνη» των καιρών μας, με τα μεγάλα «μέσα» πάντα στη διάθεσή τους.  Οι συγχύσεις μάλιστα που προκαλούν στη χρήση όρων όπως πατριωτισμός, διεθνισμός και  κοσμοπολιτισμός είναι πολύ μεγάλες και απίθανες οι επιστημονικοφανείς παραναγνώσεις της ιστορίας μας, σε αποδομητική – αποεθνοποιητική κατεύθυνση, όπου υποσκάπτεται η ιστορική και πολιτιστική συνέχεια του ελληνισμού, λανσάρονται ως επιστημονικό απαύγασμα οι εθνογενετικές θεωρίες της νεοτερικότητας που θέλουν τα κράτη να επινοούν και να κατασκευάζουν τα έθνη, εμφανίζεται η απελευθέρωση της Μακεδονίας, κατά τους Βαλκανικούς πολέμους, ως ιμπεριαλιστική κατάκτηση απ’ τον ελληνικό στρατό κι άλλα τέτοια παρόμοια.  Όπως απίθανες είναι και οι αριστερές συγχύσεις, που εντέχνως καλλιεργούνται, για να καθίσταται άτοπη και γι’ αυτό παντελώς ακίνδυνη η Αριστερά, ακόμα και τώρα που η παγκοσμιοποίηση πολτοποιεί την πολιτιστική βιοποικιλότητα του κόσμου, καθιστώντας εκ των πραγμάτων τη σωστή στήριξη της πολιτιστικής ιθαγένειας κάθε λαού ως θεμελιακή προτεραιότητα της Αριστεράς του.
     Γι’ αυτό κι η συνεισφορά του Δαμιανού στα περί πολιτισμικής ηγεμονίας της Αριστεράς και στην αποκάλυψη του ρόλου της εθνομηδενιστικής «εκσυγχρονιστικής» διανόησης είναι, για μένα, πολύ σημαντική, έστω κι αν έχω περάσει σε φάση δυσανεκτικής  σχέσης με τη «μαρξολογία» και δεν ψάχνω όπως ο φίλος μας στις ατέλειες της μαρξιστικής θεωρίας τις ρίζες της αριστερής κακοδαιμονίας.
     Πριν κλείσω, θα σας διαβάσω μια μικρή και πολύ ενδεικτική επιλογή απόψεών του, ένα πολύ μικρό απάνθισμα, για να μπείτε στο κλίμα του βιβλίου, όσοι δεν το έχετε ακόμη ανοίξει.  Λοιπόν, διαβάζω:
     * Την ελευθερία της κριτικής μας σκέψης δεν πρέπει να τη χαρίζουμε σε κανέναν και για τίποτε, ούτε να την υποτάσσουμε σε «χαρισματικές αυθεντίες», πίσω από τις οποίες καλυπτόμεθα, για να δημιουργούμε άλλοθι για την επιστημονική ανεπάρκεια ή την αβεβαιότητά μας.
     * Δεν νοείται σήμερα δυνατότητα συναινετικής διαδικασίας, χωρίς τη διαμεσολάβηση κυρίως των τηλεοπτικών μέσων.  Η τηλεοπτική εικόνα καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις κοινωνικές εξελίξεις και διαμορφώνει καθοριστικά τη συναινετική διαδικασία, έστω και μέσω της πλύσης εγκεφάλου.  Κανένας δεν μπορεί να παραγνωρίσει με το αζημίωτο αυτό τον παράγοντα.
     * Το πρόβλημα της ηγεμονίας είναι αποφασιστικής σημασίας για την εργατική τάξη.  Για να έχει προοπτική ανατροπής της αστικής τάξης και οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, είναι ανάγκη να περάσει στις λαϊκές τάξεις τη δική της αντίληψη για τον κόσμο, που αποτελεί ανώτερη ποιότητα από την ιδεολογία του κεφαλαίου, με μια φράση:  Να δημιουργήσει, μέσω της ιδεολογικής-πολιτισμικής ηγεμονίας, μια νέα επαναστατική συνείδηση.
     * Η αστική τάξη ανέθεσε αυτόν το ρόλο άσκησης της ηγεμονίας έτσι όπως τον αναλύσαμε, στην «εκσυγχρονιστική» κεντροαριστερή από τη μία και στην «ανανεωτική» αριστερή διανόηση από την άλλη (και όχι μόνο), ως συγκλίνουσες ηγεμονικές δυνάμεις, που στα πλαίσια λειτουργίας του ιστορικού συνασπισμού, μπορούν να εκπροσωπήσουν καλύτερα τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης.
     * Η θεωρία μόνο για τη θεωρία δεν μας ενδιαφέρει, εφόσον δεν έχει την αντανάκλασή της στην κοινωνία που ζούμε και δεν παράγει συγχρόνως την αντίστοιχη πολιτική, για να δούμε όχι μόνο κατά πόσο αυτή η κοινωνική πραγματικότητα ανταποκρίνεται στη θεωρία, αλλά και τι διδάγματα προσφέρει, για να τα εφαρμόσουμε με τη μεγαλύτερη θετική αποδοτικότητα.
     * Να το πούμε χωρίς περιστροφές:  Η συγκεκριμένη Αριστερά ταυτίζει την (ιμπεριαλιστική) παγκοσμιοποίηση με το διεθνισμό.  Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις γίνεται και ο κύριος απολογητής και διαπρύσιος κήρυκας της παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης.
     * Αυτή η Αριστερά, ή τουλάχιστον μεγάλο μέρος της, έχασε την ψυχή της.  Μεταλλάχτηκε και έγινε στην ουσία ουραγός της νεοφιλελεύθερης πολιτικής.  Θεωρεί μάλιστα αυτήν τη στάση της άκρως επαναστατική.
     *  Αν ανατρέξουμε στην ελληνική ιστορία, θα διαπιστώσουμε ότι οι περίοδοι ανάτασης της Αριστεράς εντοπίζονται μόνον όταν η Αριστερά καλλιεργούσε και εφάρμοζε στην πράξη τη διαλεκτική σχέση του εθνικού με το κοινωνικό.
     * Η Αριστερά στην Ελλάδα μία δυνατότητα έχει, να ξεπεράσει την κρίση της.  Να αποκτήσει την πολιτισμική ηγεμονία με το περιεχόμενο που της δώσαμε και να προβάλει μιαν άλλη εναλλακτική πρόταση στο σημερινό καταναλωτικό μοντέλο.
     * Η Αριστερά ή θα είναι πατριωτική ή δεν θα υπάρξει, κατά το «ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει», που είπε κάποτε ο Νίκος Πουλαντζάς.  Η μόνη διέξοδος της είναι να αποκτήσει την πολιτισμική ηγεμονία της και αυτό θα καταστεί δυνατό μόνο όταν το εθνικό συνδυαστεί με το κοινωνικό.
     * Εάν η Αριστερά θέλει να γίνει πλειοψηφικό ρεύμα στην κοινωνία, πρέπει να κατακτήσει την πολιτισμική ηγεμονία απέναντι στη δεξιά.  Τούτο προϋποθέτει την αποδοχή του έθνους και κατά συνέπεια του εθνικού πολιτισμού της.  Τότε μπορούμε να μιλούμε για μια πραγματική επανάσταση.
     Κλείνοντας, θα ήθελα, επηρεασμένος απ’ το ιδεολογικό κλίμα του βιβλίου, να πω δύο λόγια για το αγωνιώδες «δια ταύτα» που επικρέμαται  στον σκοτεινό εθνικό ορίζοντα τούτη την τραγικά δίσεκτη περίοδο για τον τόπο μας. Είμαστε, νομίζω, σε μια φάση, που, η ανάγνωσή της πρέπει να είναι πρωτίστως πολιτιστική, γιατί πολιτιστικά, ηθικά δηλαδή, πνευματικά, αξιακά και ταυτοτικά, είναι τα βαθύτερα αίτια της οδυνηρά βιούμενης μεταπολιτευτικής μας χρεοκοπίας και της συνολικής κακοδαιμονίας του δύσμοιρου τόπου μας.  Που σημαίνει πως η σηματοδότηση του πολιτιστικού μας δρόμου είναι το μέγα προαπαιτούμενο μιας αναθεμελιωτικής, ανορθωτικής και αναγεννητικής στρατηγικής, που θα μας βγάλει σε μετα-τροϊκανό ξέφωτο. 
- Καλοτάξιδο το βιβλίο σου Δαμιανέ, που μας βοηθάει πολύ στις αναζητήσεις μας.

Σας ευχαριστώ 
Λαοκράτης Βάσση.

 ΥΓ. Βλ. και Λαοκράτη Βάσση: Η χρεοκοπία της μεταπολίτευσης. εκδόσεις: Ταξιδευτής.